- υλομανώ
- -έω, ΜΑ, και ὑλημανῶ, -έω, Α [ὑλομανής](για φυτό) έχω τάση για γρήγορη αύξηση, αυξάνομαι πολύ γρήγορα («τῶν πεδίων ὑλομανούντων» — όταν οι πεδιάδες καλύπτονται από πυκνό δάσος, Στράβ.)αρχ.(για τη γλώσσα) αυθαδιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.